- δυσμάθεια
- öğrenme zorluğu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δυσμάθεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμάθεια — η (Α δυσμάθεια και δυσμαθία) η δυσκολία στη μάθηση … Dictionary of Greek
δυσμαθείας — δυσμαθείᾱς , δυσμάθεια fem acc pl δυσμαθείᾱς , δυσμάθεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμάθειαν — δυσμάθεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμαθία — δυσμαθία, η (Α) βλ. δυσμάθεια … Dictionary of Greek